Προχτές, καθώς έξω λυσσομανούσε ο αέρας και τα παραθυρόφυλλα χτυπάγανε αλαφιασμένα το ντουβάρι, απόκαμα κι αποκοιμήθηκα. Κι ενώ ο νους τρεμόπαιζε ανάμεσα στ΄ αληθινό και το ψεύτικο, είδα όνειρο. Όνειρο βαρύ, από εκείνα που ορκίζεσαι ότι δεν είναι όνειρα, ότι τα ζεις, τα αναπνέεις, τα ψηλαφίζεις. Εκείνα που σε κάνουν να τρέχεις και να νιώθεις στ' αλήθεια τα στήθη σου έτοιμα να εκραγούν από το λαχάνιασμα. Εκείνα που σου αφήνουν τη γεύση από τα συναισθήματα στον ουρανίσκο, καθώς ξυπνήσεις το πρωί. Που σε πλακώνουν, νομίζοντας ότι κάποιος σε έ� �εσε χειροπόδαρα και δεν μπορείς να κάνεις βήμα. Που ακόμα έχεις σημάδια στην πλάτη, καθώς κυλιόσουν στου ύπνου σου τ' απέραντα λιβάδια. Τέτοιο όνειρο ήταν.
Είδα πως βρέθηκα έξω από μια πόρτα σφραγισμένη ενός χωριού που ήταν περιτοιχισμένο με μια μάντρα θεόρατη χτισμένη γύρω-γύρω. Πάνω στους τοίχους της, έβλεπες διάφορα σχέδια και ημερομηνίες, πολλές ημερομηνίες, γραμμένες με τρεμάμενα ψηφία. Άκουσα αντίλαλους από γέλια, διαλόγους από ανθρώπους που έβγαζαν ήχους παραμορφωμένους, πνιχτούς, όπως η φωνή που έρχεται μέσα από βυθό θάλασσας βαθιάς. Ήταν τέτοια η έξαψη και η περιέργειά μου να δω τι κρύβεται πίσω από την πόρτα που δεν κρατήθηκα κι άρχισα να βαδίζω προς τα μέσα. Καθώς άνοιξα, ήταν λε� � κι ένας ήλιος ζεστός και μαλακός ταυτόχρονα βούτηξε στην ψυχή μου. Μια αίσθηση θαλπωρής, οικειότητας, λες και δεκάδες στόματα φιλούσαν απαλά τα μαγουλά μου. Λες και όλα τα χέρια της γης ενώθηκαν για να να μου δώσουν αγκαλιά μωρουδιακή, παραδεισένια. Τέτοιο καλωσόρισμα ένιωσα από τους αλλόκοτους κατοίκους τούτου του χωριού, καθώς με είδαν.
Αφού κοντοστάθηκα, μετά από αυτήν την απρόσμενη έκρηξη αγάπης, τα μάτια μου έψαξαν με αγωνία να εστιάσουν στην πηγή αυτής της θετικής ενέργειας. Κι ενώ περίμενα να δω πλάσματα υπεράνθρωπα, όντα που δεν διανοήθηκε ακόμα η αντίληψή μας, τελικά εκείνοι που ανέδυαν αυτή τη θεϊκή αύρα ήταν όλοι τους άνθρωποι απλοί, συνηθισμένοι. Κι εκείνο που μου έκανε εντύπωση μονομιάς ήταν η διχασμένη έκφρασή τους. Είχαν το μισό τους πρόσωπο χαμογελαστό και τ' άλλο μισό θλιμμένο. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν μοιρασμένα, ήταν λες κι όλοι τους κουβαλούσανε το γονίδιο της χαρμολύπης. Γενικώς, στο χωριό αυτό όλα ήταν μισά, λες και χάσανε κάπου το σημείο της ολοκλήρωσής τους. Τα σπίτια τους κι αυτά μισογκρεμισμένα. Τα δυο δωμάτια πολυτελή και τ' άλλα δύο ερείπια. Οι δρόμοι τους μισοί, μπλεκόντουσαν μεταξύ τους σε ένα δαιδαλώδες πλέγμα χωρίς προορισμό.
Άλλο ένα πράγμα που με παραξένεψε είναι ότι στο χωριό αυτό δεν έβλεπες πουθενά παιδιά. Οι κάτοικοί του ήταν διαφόρων ηλικιών, από αμούστακους νέους έως παππούδες γκριζομάλληδες, και γυναίκες, αλλά καθόλου παιδιά. Σχολεία υπήρχαν, παιδικές χαρές μέσα σε οργιώδεις κήπους από αγκάθια, παιχνίδια πεταμένα από εδώ κι από εκεί, όλα τους αδειανά, έρημα, καθώς οι σκουριασμένες κούνιες πήγαιναν πέρα-δώθε από τον άνεμο, που ήταν ο μόνος που έπαιζε μαζί τους. Παιδιά δεν υπήρχαν, αλλά, μ' όλα αυτά, θα έπαιρνα όρκο ότι υπήρχε πολλή παιδικότητα εδώ πέρα, καταπιεσμένη ίσως, αλλά την ένιωθες να σπαρταρά σε κάθε σου βήμα. Κι αυτό το διαρκές σούρουπο στην ατμόσφαιρα, πόσο περίεργο, ούτε μέρα ούτε νύχτα, ακόμα και η ατμόσφαιρα μισή ήταν, ανολοκλήρωτη.
Και παλεύω, αλλά δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τα σημάδια που είχαν πάνω τους όλοι ετούτοι, οι κατά τα άλλα καλοσυνάτοι και φιλόξενοι άνθρωποι. Σημάδια στο λαιμό, στα χέρια, στα μέτωπα και στις πλάτες, που θύμιζαν όλα βιαστικές πινελιές ερασιτέχνη ζωγράφου. Ο καθένας είχε κι από ένα διαφορετικό σημάδι πάνω του. Θα 'ναι για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους σκέφτηκα, μιας και με αυτήν την έκφραση της χαρμολύπης που είχαν, φαινόντουσαν, θα έλεγες, σχεδόν ίδιοι όλοι. Και δεν ήταν λίγοι κάτοικοι, μερικές χιλιάδες τούς έκανες σίγουρα. Ξαφνικά, άρχι σαν να με περικυκλώνουν κι ένιωσα μέσα μου ένα κάψιμο, απότομο, κοφτό, λες και με διαπέρασε σφαίρα σε απόσταση αναπνοής. Με κοίταξαν έντονα, βουτώντας στα μάτια μου μέσα. Τα σωθικά μου καιγόντουσαν από συναισθήματα οργής, ανάγκης, νοσταλγίας αλλά και μετάνοιας μαζί. Δεν άντεξα και ούρλιαξα. Ούρλιαξα δυνατά. Καθώς πετάχτηκα μούσκεμα στον ιδρώτα από το κρεβάτι, η τηλεόραση είχε μείνει ανοιχτή να παίζει τις ειδήσεις.
"3.124 οι άνθρωποι που αυτοκτόνησαν τα τελευταία χρόνια εν μέσω κρίσης στην Ελλάδα".
Ένα ολόκληρο χωριό.
Είδα πως βρέθηκα έξω από μια πόρτα σφραγισμένη ενός χωριού που ήταν περιτοιχισμένο με μια μάντρα θεόρατη χτισμένη γύρω-γύρω. Πάνω στους τοίχους της, έβλεπες διάφορα σχέδια και ημερομηνίες, πολλές ημερομηνίες, γραμμένες με τρεμάμενα ψηφία. Άκουσα αντίλαλους από γέλια, διαλόγους από ανθρώπους που έβγαζαν ήχους παραμορφωμένους, πνιχτούς, όπως η φωνή που έρχεται μέσα από βυθό θάλασσας βαθιάς. Ήταν τέτοια η έξαψη και η περιέργειά μου να δω τι κρύβεται πίσω από την πόρτα που δεν κρατήθηκα κι άρχισα να βαδίζω προς τα μέσα. Καθώς άνοιξα, ήταν λε� � κι ένας ήλιος ζεστός και μαλακός ταυτόχρονα βούτηξε στην ψυχή μου. Μια αίσθηση θαλπωρής, οικειότητας, λες και δεκάδες στόματα φιλούσαν απαλά τα μαγουλά μου. Λες και όλα τα χέρια της γης ενώθηκαν για να να μου δώσουν αγκαλιά μωρουδιακή, παραδεισένια. Τέτοιο καλωσόρισμα ένιωσα από τους αλλόκοτους κατοίκους τούτου του χωριού, καθώς με είδαν.
Αφού κοντοστάθηκα, μετά από αυτήν την απρόσμενη έκρηξη αγάπης, τα μάτια μου έψαξαν με αγωνία να εστιάσουν στην πηγή αυτής της θετικής ενέργειας. Κι ενώ περίμενα να δω πλάσματα υπεράνθρωπα, όντα που δεν διανοήθηκε ακόμα η αντίληψή μας, τελικά εκείνοι που ανέδυαν αυτή τη θεϊκή αύρα ήταν όλοι τους άνθρωποι απλοί, συνηθισμένοι. Κι εκείνο που μου έκανε εντύπωση μονομιάς ήταν η διχασμένη έκφρασή τους. Είχαν το μισό τους πρόσωπο χαμογελαστό και τ' άλλο μισό θλιμμένο. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν μοιρασμένα, ήταν λες κι όλοι τους κουβαλούσανε το γονίδιο της χαρμολύπης. Γενικώς, στο χωριό αυτό όλα ήταν μισά, λες και χάσανε κάπου το σημείο της ολοκλήρωσής τους. Τα σπίτια τους κι αυτά μισογκρεμισμένα. Τα δυο δωμάτια πολυτελή και τ' άλλα δύο ερείπια. Οι δρόμοι τους μισοί, μπλεκόντουσαν μεταξύ τους σε ένα δαιδαλώδες πλέγμα χωρίς προορισμό.
Άλλο ένα πράγμα που με παραξένεψε είναι ότι στο χωριό αυτό δεν έβλεπες πουθενά παιδιά. Οι κάτοικοί του ήταν διαφόρων ηλικιών, από αμούστακους νέους έως παππούδες γκριζομάλληδες, και γυναίκες, αλλά καθόλου παιδιά. Σχολεία υπήρχαν, παιδικές χαρές μέσα σε οργιώδεις κήπους από αγκάθια, παιχνίδια πεταμένα από εδώ κι από εκεί, όλα τους αδειανά, έρημα, καθώς οι σκουριασμένες κούνιες πήγαιναν πέρα-δώθε από τον άνεμο, που ήταν ο μόνος που έπαιζε μαζί τους. Παιδιά δεν υπήρχαν, αλλά, μ' όλα αυτά, θα έπαιρνα όρκο ότι υπήρχε πολλή παιδικότητα εδώ πέρα, καταπιεσμένη ίσως, αλλά την ένιωθες να σπαρταρά σε κάθε σου βήμα. Κι αυτό το διαρκές σούρουπο στην ατμόσφαιρα, πόσο περίεργο, ούτε μέρα ούτε νύχτα, ακόμα και η ατμόσφαιρα μισή ήταν, ανολοκλήρωτη.
Και παλεύω, αλλά δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τα σημάδια που είχαν πάνω τους όλοι ετούτοι, οι κατά τα άλλα καλοσυνάτοι και φιλόξενοι άνθρωποι. Σημάδια στο λαιμό, στα χέρια, στα μέτωπα και στις πλάτες, που θύμιζαν όλα βιαστικές πινελιές ερασιτέχνη ζωγράφου. Ο καθένας είχε κι από ένα διαφορετικό σημάδι πάνω του. Θα 'ναι για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους σκέφτηκα, μιας και με αυτήν την έκφραση της χαρμολύπης που είχαν, φαινόντουσαν, θα έλεγες, σχεδόν ίδιοι όλοι. Και δεν ήταν λίγοι κάτοικοι, μερικές χιλιάδες τούς έκανες σίγουρα. Ξαφνικά, άρχι σαν να με περικυκλώνουν κι ένιωσα μέσα μου ένα κάψιμο, απότομο, κοφτό, λες και με διαπέρασε σφαίρα σε απόσταση αναπνοής. Με κοίταξαν έντονα, βουτώντας στα μάτια μου μέσα. Τα σωθικά μου καιγόντουσαν από συναισθήματα οργής, ανάγκης, νοσταλγίας αλλά και μετάνοιας μαζί. Δεν άντεξα και ούρλιαξα. Ούρλιαξα δυνατά. Καθώς πετάχτηκα μούσκεμα στον ιδρώτα από το κρεβάτι, η τηλεόραση είχε μείνει ανοιχτή να παίζει τις ειδήσεις.
"3.124 οι άνθρωποι που αυτοκτόνησαν τα τελευταία χρόνια εν μέσω κρίσης στην Ελλάδα".
Ένα ολόκληρο χωριό.
Πάνος Μουχτερος για τα Κακώς Κείμενα
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment