Στη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, ο Πολ Κρούγκμαν δημοσίευσε στην στήλη του στους Τάιμς της Νέας Υόρκης 16 σύντομα άρθρα. Τα 11 από αυτά αφορούσαν ένα θέμα που, εκτός από οικονομικές, πήρε και σημαντικές πολιτικές διαστάσεις.
Στις 16 Απριλίου έγραφε:
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι απλώς ενδεικτικά (εξάλλου η σχέση του με τους Ράινχαρτ και Ρογκόφ δεν είναι και η πιο ένθερμη σχέση του κόσμου...). Δεκάδες παρόμοια γράφτηκαν τις τελευταίες μέρες στον οικονομικό τύπο για τα λάθη που εντόπισαν τρεις ερευνητές του Πανεπιστημίου του Άμχερστ στον υπολογισμό της σχέσης μεταξύ ρυθμού μεγέθυνσης και δημόσιου χρέους από τους καθηγητές του Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ και Κάρμεν Ράινχαρτ, συγγραφέων του οικονομικού μπεστ σέλερ «This time is d ifferent: Eight Centuries of Financial Folly».
Σε γενικές γραμμές, τα λάθη αφορούσαν παραλείψεις δεδομένων και αμφιλεγόμενες σταθμίσεις σχετικών στατιστικών στοιχείων. Τα αποτελέσματα όμως δεν είχαν να κάνουν μόνο με την επιστημονική αξιοπιστία των Ρ. και Ρ. Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης τους (με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί η συνοπτική περιγραφή του [2]) είναι: ξεχάστε τις δημόσιες δαπάνες, η χυρισμότι, όταν το δημόσιο χρέος ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης μειώνεται κατά 0,1%. Αυτό μεταφράζεται ως εξής:
Δυστυχώς, τα πράγματα -τόσο για τους Ρ. και Ρ., όσο και για την επιχειρηματολογία που επανειλημμένα χρησιμοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα τελευταία χρόνια υπέρ της λιτότητας, αναφερόμενη στη συγκεκριμένη μελέτη-, δεν είναι ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Χέρντον, Ας και Πόλιν, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης για τις χώρες το δημόσιο χρέος των οποίων ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ, είναι στην πραγματικότητα 2,2% και όχι -0,1%. Συνεπώς, η εμμονή στη λιτότητα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί.
Το ελάχιστο που θα περίμενε κανείς από τους ορκισμένους οπαδούς της «ανάπτυξης μέσω οικονομικής συρρίκνωσης» είναι μια δήλωση που να αναγνωρίζει ότι κάτι δεν πάει καλά με το επιχείρημά τους. Φαίνεται όμως ότι, όπως και με το ζήτημα των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, ούτε η επέκταση της κρίσης στον πυρήνα της ευρωζώνης, ούτε το κάψιμο ενός ακόμη από τα «δυνατά» χαρτιά τους είναι ικανά να τους κλονίσουν.
Ερωτώμενος να σχολιάσει το ζήτημα, ο Όλι Ρεν απάντησε:
«Σε τελική ανάλυση μη μας σκοτίζετε και πολύ με τις επιστημονικές αναλύσεις. Όποιοι κάνουν λάθη, ας τα χρεωθούν οι ίδιοι. Εμείς θέλουμε λιτότητα, και θα κάνουμε λιτότητα!».
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι η ηγεσία της ΕΕ απαξιώνει την υποχρέωσή της να πείσει για τις πολιτικές της αποφάσεις, πρακτική στην οποία εξάλλου επιδίδεται συστηματικά και η ελληνική κυβέρνηση. Η μόνη διαφορά είναι πως η πρώτη υποστηρίζει ότι: «Έτσι είναι, γιατί έτσι λέω εγώ», ενώ η δεύτερη: «Έτσι είναι, γιατί έτσι λένε αυτοί». Όταν όμως η πολιτική εξελίσσεται σε αυταρχισμό, τότε η απονομιμοποίηση μεγαλώνει και η μυωπία, τόσο η ιστορική, όσο και η σύγχρονη, είναι κακός σύμβουλος για τη διαχείρισή της. Η πολιτική και � � οικονομία υπάρχουν για να απαντούν σε συλλογικές ανάγκες. Δουλειά μας είναι να απαιτούμε να τις χρησιμοποιούμε ως εργαλεία γι' αυτό το σκοπό.
Της Έλενας Παπαδοπούλου για το TVXS.gr
«Το επιστημονικό οικοδόμημα των οικονομικών της λιτότητας στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε δύο ακαδημαϊκές εργασίες που χρησιμοποιήθηκαν κατα κόρον στην δημοσιονομική πολιτική χωρίς να ελεγχθούν επαρκώς. Ο λόγος είναι ότι έλεγαν αυτό που οι Πολύ Σοβαροί Άνθρωποι [1] ήθελαν να ακούσουν. Η πρώτη -που γρήγορα έγινε το νούμερο ένα αποδεικτικό στοιχείο για τους θιασώτες της «επεκτατικής πολιτικής λιτότητας»- είναι εκείνη των Αλεσίνα και Αρντάνια και αφορά τις μακροοικονομικές συνέπειες της λιτότητας. Δυστυχώς, εκτός του ότι το κείμενο αυτό � �δυνατεί να διακρίνει τις περιπτώσεις των χωρών που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν νομισματική πολιτική, από εκείνες που δεν μπορούσαν, αποδείχθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο μετρούσαν τη λιτότητα ήταν ολότελα λανθασμένος. Όταν το ΔΝΤ χρησιμοποίησε έναν καταλληλότερο τρόπο μέτρησής της, αποκαλύφθηκε ότι η επίδραση της περιοριστικής πολιτικής ήταν όντως περιοριστική...
Η δεύτερη εργασία, η απήχηση της οποίας οφείλεται στα συμπεράσματα με τα οποία εξόπλιζε τον κόσμο των Πολύ Σοβαρών Ανθρώπων, ήταν αυτή των Ράινχαρτ και Ρογκόφ, σχετικά τις αρνητικές επιπτώσεις του χρέους στην ανάπτυξη. Σύντομα όλοι «γνώριζαν» ότι φρικτά πράγματα μπορούν να συμβούν σε μια χώρα όταν το χρέος της ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ».
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι απλώς ενδεικτικά (εξάλλου η σχέση του με τους Ράινχαρτ και Ρογκόφ δεν είναι και η πιο ένθερμη σχέση του κόσμου...). Δεκάδες παρόμοια γράφτηκαν τις τελευταίες μέρες στον οικονομικό τύπο για τα λάθη που εντόπισαν τρεις ερευνητές του Πανεπιστημίου του Άμχερστ στον υπολογισμό της σχέσης μεταξύ ρυθμού μεγέθυνσης και δημόσιου χρέους από τους καθηγητές του Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ και Κάρμεν Ράινχαρτ, συγγραφέων του οικονομικού μπεστ σέλερ «This time is d ifferent: Eight Centuries of Financial Folly».
Σε γενικές γραμμές, τα λάθη αφορούσαν παραλείψεις δεδομένων και αμφιλεγόμενες σταθμίσεις σχετικών στατιστικών στοιχείων. Τα αποτελέσματα όμως δεν είχαν να κάνουν μόνο με την επιστημονική αξιοπιστία των Ρ. και Ρ. Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης τους (με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί η συνοπτική περιγραφή του [2]) είναι: ξεχάστε τις δημόσιες δαπάνες, η χυρισμότι, όταν το δημόσιο χρέος ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης μειώνεται κατά 0,1%. Αυτό μεταφράζεται ως εξής:
«Οι δημόσιες δαπάνες δημιουργούν ελλείμματα, τα ελλείμματα φέρνουν χρέος και το χρέος ύφεση. Συνεπώς, η λιτότητα είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κρίσης».
Δυστυχώς, τα πράγματα -τόσο για τους Ρ. και Ρ., όσο και για την επιχειρηματολογία που επανειλημμένα χρησιμοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα τελευταία χρόνια υπέρ της λιτότητας, αναφερόμενη στη συγκεκριμένη μελέτη-, δεν είναι ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Χέρντον, Ας και Πόλιν, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης για τις χώρες το δημόσιο χρέος των οποίων ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ, είναι στην πραγματικότητα 2,2% και όχι -0,1%. Συνεπώς, η εμμονή στη λιτότητα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί.
Το ελάχιστο που θα περίμενε κανείς από τους ορκισμένους οπαδούς της «ανάπτυξης μέσω οικονομικής συρρίκνωσης» είναι μια δήλωση που να αναγνωρίζει ότι κάτι δεν πάει καλά με το επιχείρημά τους. Φαίνεται όμως ότι, όπως και με το ζήτημα των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, ούτε η επέκταση της κρίσης στον πυρήνα της ευρωζώνης, ούτε το κάψιμο ενός ακόμη από τα «δυνατά» χαρτιά τους είναι ικανά να τους κλονίσουν.
Ερωτώμενος να σχολιάσει το ζήτημα, ο Όλι Ρεν απάντησε:
«Παρότι είχαμε αναφερθεί στο συγκεκριμένο κείμενο στο παρελθόν ως ενδεικτική μελέτη, οι πολιτικές μας δεν βασίζονται σε μία και μόνο ερευνητική εργασία, αλλά στη βάση μιας ολιστικής αποτίμησης των σχετικών μελετών, καθώς και σε δικές μας αναλύσεις...».Μετάφραση:
«Σε τελική ανάλυση μη μας σκοτίζετε και πολύ με τις επιστημονικές αναλύσεις. Όποιοι κάνουν λάθη, ας τα χρεωθούν οι ίδιοι. Εμείς θέλουμε λιτότητα, και θα κάνουμε λιτότητα!».
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι η ηγεσία της ΕΕ απαξιώνει την υποχρέωσή της να πείσει για τις πολιτικές της αποφάσεις, πρακτική στην οποία εξάλλου επιδίδεται συστηματικά και η ελληνική κυβέρνηση. Η μόνη διαφορά είναι πως η πρώτη υποστηρίζει ότι: «Έτσι είναι, γιατί έτσι λέω εγώ», ενώ η δεύτερη: «Έτσι είναι, γιατί έτσι λένε αυτοί». Όταν όμως η πολιτική εξελίσσεται σε αυταρχισμό, τότε η απονομιμοποίηση μεγαλώνει και η μυωπία, τόσο η ιστορική, όσο και η σύγχρονη, είναι κακός σύμβουλος για τη διαχείρισή της. Η πολιτική και � � οικονομία υπάρχουν για να απαντούν σε συλλογικές ανάγκες. Δουλειά μας είναι να απαιτούμε να τις χρησιμοποιούμε ως εργαλεία γι' αυτό το σκοπό.
Της Έλενας Παπαδοπούλου για το TVXS.gr
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment