Δεν είναι πως χάθηκε το φως
μα που χαμήλωσαν τα βλέμματα,
που δεν υπάρχουν μάτια να δουν
αλλιώτικα,
είναι που οι άνθρωποι πια κρατούν
τα παραθυρόφυλλα σφαλιστά
ανασφαλείς,
κι είτε είναι μέρα, είτε είναι νύχτα
να το ξεχωρίσουν δε μπορούν
μπουχτισμένοι ασχήμια και πλαστική τροφή, κάθε λογής
είναι οι άνθρωποι σήμερα
και δεν είναι οι τσέπες που στραγγίξαν,
είναι τα μυαλά και οι καρδιές
που στέγνωσαν,
που συρρικνώθηκαν μέσα στο φόβο
και τη λήθη των καιρών
και μοιάζουνε σα σκεύη αδειανά,
σκουριασμένα, χωρίς τροφή
χωρίς δημιουργία
δεν είναι πως χάθηκε το φως
μα που δε βρίσκει χαραμάδα,
απ τους κρύους και γκρίζους τοίχους
που οι άνθρωποι έχτισαν γύρω τους,
να περάσει μια του ακτίνα
να γίνει μια άλλη αρχή…
σαν νεκροζώντανες σκιές περιπλανιούνται
χαμένοι και απορημένοι πως φτάσαν μέχρι εδώ,
σ αυτήν εδώ την κόλαση
και είναι δυό φορές πιο θλιβερή
αυτή η κόλαση
σαν λογαριάσεις πως τα παλιά τα χρόνια
από τούτα εδώ τα μέρη,
τα ηλιοφωτισμένα και τ ανεμοδαρμένα,
καρπίζανε ιδέες πανανθρώπινες,
της γνώσης το ταξίδι
τούτα τα μέρη είχε για λιμάνι
κι έφτανε στα πέρατα της γης
τι να πω και τι να κλάψω
για τη σιωπή των απογόνων,
το γλίστρημα τους στο ρηχό πιάτο
που τους σέρβιραν τα αρπακτικά,
μονάχα ένα…
«πέτα απ το τραπέζι που σου στρώσανε
τη μασημένη την τροφή,
μοναδική είναι η ευκαιρία
να ξαναμάθουνε οι αμαθείς
άνθρωπος τι θα πει…»
μα που χαμήλωσαν τα βλέμματα,
που δεν υπάρχουν μάτια να δουν
αλλιώτικα,
είναι που οι άνθρωποι πια κρατούν
τα παραθυρόφυλλα σφαλιστά
ανασφαλείς,
κι είτε είναι μέρα, είτε είναι νύχτα
να το ξεχωρίσουν δε μπορούν
μπουχτισμένοι ασχήμια και πλαστική τροφή, κάθε λογής
είναι οι άνθρωποι σήμερα
και δεν είναι οι τσέπες που στραγγίξαν,
είναι τα μυαλά και οι καρδιές
που στέγνωσαν,
που συρρικνώθηκαν μέσα στο φόβο
και τη λήθη των καιρών
και μοιάζουνε σα σκεύη αδειανά,
σκουριασμένα, χωρίς τροφή
χωρίς δημιουργία
δεν είναι πως χάθηκε το φως
μα που δε βρίσκει χαραμάδα,
απ τους κρύους και γκρίζους τοίχους
που οι άνθρωποι έχτισαν γύρω τους,
να περάσει μια του ακτίνα
να γίνει μια άλλη αρχή…
σαν νεκροζώντανες σκιές περιπλανιούνται
χαμένοι και απορημένοι πως φτάσαν μέχρι εδώ,
σ αυτήν εδώ την κόλαση
και είναι δυό φορές πιο θλιβερή
αυτή η κόλαση
σαν λογαριάσεις πως τα παλιά τα χρόνια
από τούτα εδώ τα μέρη,
τα ηλιοφωτισμένα και τ ανεμοδαρμένα,
καρπίζανε ιδέες πανανθρώπινες,
της γνώσης το ταξίδι
τούτα τα μέρη είχε για λιμάνι
κι έφτανε στα πέρατα της γης
τι να πω και τι να κλάψω
για τη σιωπή των απογόνων,
το γλίστρημα τους στο ρηχό πιάτο
που τους σέρβιραν τα αρπακτικά,
μονάχα ένα…
«πέτα απ το τραπέζι που σου στρώσανε
τη μασημένη την τροφή,
μοναδική είναι η ευκαιρία
να ξαναμάθουνε οι αμαθείς
άνθρωπος τι θα πει…»
Τάσος Πετρίδης, ιδρυτικό μέλος της Πανγαία (www.thepangea.org) και υπεύθυνος εκπαίδευσης
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment