Από μία πλευρά σαφώς και μπορεί να θεωρηθεί «αυτογκόλ» η αναφορά του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Τάσου Κουράκη, στο θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών. Από την άλλη, αν απαιτούμε ειλικρίνεια από τα κόμματα θα πρέπει να επιβραβεύσουμε τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος δεν απέκρυψε μια πάγια θέση του κόμματός του. Ίσως επικοινωνιακά να επρόκειτο για κακό timing. Όμως ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν ανακίνησε το ζήτημα σε κάποιο άρθρο του ή συνέντευξή του, αλλά σε ένα συνέδριο με θέμα «Εκκλησία και Αριστερά», όπου αλίμονο αν κρύβονται βασικές αλήθειες.
Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ πέταξε τη μπάλα στην εξέδρα και έδωσε ευκαιρία στο καθεστώς να πάρει ανάσες, στριμωγμένο καθώς ήταν με την «επίταξη» των εργαζομένων του μετρό, τους σχεδιασμούς του εναντίον των αγροτικών κινητοποιήσεων και των επιπτώσεων του φορολογικού που μέρα με τη μέρα αρχίζουν να φαίνονται.
Το πώς διαχειρίζεται την πολιτική του τακτική ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δικό του πρόβλημα. Δικό μου πρόβλημα είναι η κοντή μνήμη και η προπαγάνδα. Δεν είναι δυνατόν απέναντι στην πρόταση του Κουράκη να βγαίνει το ΠΑΣΟΚ και ο Βενιζέλος δηλώνοντας πως: «Το πρώτο και βασικό μήνυμα που στέλνει το ΠΑΣΟΚ είναι ότι ο εφημεριακός κλήρος δεν πρέπει να έχει καμία απολύτως ανησυχία για τη μισθοδοσία του. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει εντάξει τη μισθοδοσία του κλήρου στην ενιαία αρχή πληρωμών και το ενιαίο μισθολόγιο. Είναι επίσης γνωστοί οι κανόνες που ισχύουν για την πλήρωση των κενούμενων εφημεριακών θέσεων σύμφωνα με το πρόγραμμα προσαρμογής».
Στο βιβλίο «Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος – Έθνος στη σκιά των ταυτοτήτων» του οποίου συγγραφέας είναι ο Αντώνης Μανιτάκης – ναι, ο νυν υπουργός – εκφράζεται η άποψη για τη θέση της Εκκλησίας ως εξής: «Είναι αυτή η θέση και τα προνόμια, που σε συνδυασμό με τη δύναμη που της δίνει η σχέση της με το ισχύον καθεστώς θα της επιτρέψουν, στα επόμενα χρόνια, να λειτουργήσει ενάντια σε κάθε μεταρρυθμιστική ή απλώς καινοτόμα προσπάθεια». (Οι σχέσεις της εκκλησίας με το κράτος-έθνος, Στη σκιά των � �αυτοτήτων. Αντώνης Μανιτάκης, εκδ. Νεφέλη).
Ο αείμνηστος Δημήτρης Θ. Τσάτσος, κορυφαίος συνταγματολόγος, υφυπουργός της Ανώτατης Παιδείας στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και κατόπιν ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, παρουσιάζοντας το βιβλίο του Αντώνη Μανιτάκη στη Διμηνιαία Επιθεώρηση «Το Σύνταγμα» γράφει μεταξύ άλλων: «Η πραγμάτευση αυτού του κρίσιμου ζητήματος οδήγησε τη μνήμη μου στη σχετική συζήτηση που έγινε στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή όπου, ως Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας, είχα π� �οτείνει να πραγματοποιήσουμε το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Είχα τότε παρατηρήσει -συμπυκνώνω τις τότε σκέψεις μου σε δυο λόγια- ότι η \"ορθοδοξία δεν χρειάζεται νομικά δεκανίκια ούτε του Συντάγματος ούτε του κοινού νομοθέτη. Αρκούν οι δικές της δυνάμεις, η πίστη των πιστών\". Διαβάζοντας τον Μανιτάκη, που δεν έχει αναφορά στη σκέψη αυτή της Γενικής Εισήγησης του 1975, αισθάνομαι μια έγκυρη επιβεβαίωση».
Σε πιο κοντινούς μας χρόνους, ο Γιώργος Παπανδρέου ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δήλωνε σε συνέντευξή του («Ελευθεροτυπία», 5/11/08) ότι τίθεται με σαφήνεια υπέρ μιας «συνολικής αναθεώρησης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί πλήρως η ανεξαρτησία τού ενός απέναντι στον άλλο» και δεσμευόταν ότι «θα επανεξεταστούν όλες οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την Εκκλησία».
Ας δούμε, όμως και τη θέση του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου του «φιλοκληρικού». Στην ιστοσελίδα του γράφει για τη μάχη που έδωσε το κόμμα του στο θέμα της αναθεώρησης των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας «Στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που υπέβαλλε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ στις αρχές του 1995 στη Βουλή του 1993 περιλαμβανόταν και το άρθρο 3. Η πρόταση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδας και προσωπικά του τότε Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ενώ αμέσως δηλώθηκε η διαφωνία του κόμματος της Ν.Δ. που κατείχε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με δεδομένη συνεπώς την αδυναμία συγκέντρωσης της αναγκαίας αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών και προκειμένου να μη διαμορφωθεί ένα πολιτικό, αλλά και ιδεολογικό και ερμηνευτικό μέτωπο ανεξέλεγκτο από την τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το ΠΑΣΟΚ απέσυρε την πρόταση του, δήλωσε όμως ταυτόχρονα ότι η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται απολύτως στο άρθρο 13 παρ. 1 Συντ. που ανήκει μάλιστα στον σκλη ρό πυρήνα των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση διατάξεων κατά το άρθρο 110 παρ. 1. Αργότερα, στη Βουλή του 1996, κατατέθηκαν προτάσεις 52 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και ενός της Νέας Δημοκρατίας για την αντικατάσταση του προοιμίου του Συντάγματος («εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος») με την επίκληση του ονόματος του Ελληνικού λαού και την αντικατάσταση του θρησκευτικού τύπου του «όρκου» τόσο του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 33 παρ. 2, όσο και των βουλευτών κατά το άρθρο 59, από «όρκο» με την επίκληση του ονόματος του Ελλ ηνικού λαού. Κατά την ψηφοφορία η πρόταση για αναθεώρηση των άρθρων 33 έλαβε 20 ψήφους και η πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 59, 23 ψήφους».
Το καλύτερο βρίσκεται στη συνέχεια. Όπως γράφει ο Ευάγγελος Βενιζέλος: «Ούτε το άρθρο 3 ούτε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη επιβάλλει η Εκκλησία της Ελλάδας να είναι ν.π.δ.δ. Επίσης ούτε το άρθρο 3 ούτε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη περιέχει ρύθμιση για την μισθοδοσία του κλήρου ή για την εκκλησιαστική περιουσία (πέραν του άρθρου 18 παρ. 8 που δεν αφορά την Εκκλησία της Ελλάδας, αλλά τα πρεσβυγενή πατριαρχεία και την Ιερά Μονή του Σινά και βέβαια πέρα από το άρθρο 105 που αφορά μόνο την περιοχή του Α� �ίου Όρους). Τα ζητήματα συνεπώς αυτά ανήκαν και ανήκουν στην ύλη του κοινού νόμου και όχι του Συντάγματος».
Αν στη συνέχεια, ο κ. Βενιζέλος ανακάλυψε στους ναούς της εκλογικής του περιφέρειας μια δεξαμενή ψήφων ικανή να του εξασφαλίζει την εκλογή του εσαεί, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Όμως η θέση του ως συνταγματολόγου έχει καταγραφεί. Το να βγαίνει τώρα και να λέει ότι το κόμμα του εξασφάλισε τη μισθοδοσία των κληρικών, μπορεί να είναι γεγονός αλλά είναι και μία ακόμη απόδειξη της ιδεολογικής λασπουριάς του κόμματος που ηγείται, όπως και του τριτοκοσμικού πολιτικαντισμού που χαρακτηρίζει την ελληνική πο� �ιτική σκηνή.
ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ πέταξε τη μπάλα στην εξέδρα και έδωσε ευκαιρία στο καθεστώς να πάρει ανάσες, στριμωγμένο καθώς ήταν με την «επίταξη» των εργαζομένων του μετρό, τους σχεδιασμούς του εναντίον των αγροτικών κινητοποιήσεων και των επιπτώσεων του φορολογικού που μέρα με τη μέρα αρχίζουν να φαίνονται.
Το πώς διαχειρίζεται την πολιτική του τακτική ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δικό του πρόβλημα. Δικό μου πρόβλημα είναι η κοντή μνήμη και η προπαγάνδα. Δεν είναι δυνατόν απέναντι στην πρόταση του Κουράκη να βγαίνει το ΠΑΣΟΚ και ο Βενιζέλος δηλώνοντας πως: «Το πρώτο και βασικό μήνυμα που στέλνει το ΠΑΣΟΚ είναι ότι ο εφημεριακός κλήρος δεν πρέπει να έχει καμία απολύτως ανησυχία για τη μισθοδοσία του. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει εντάξει τη μισθοδοσία του κλήρου στην ενιαία αρχή πληρωμών και το ενιαίο μισθολόγιο. Είναι επίσης γνωστοί οι κανόνες που ισχύουν για την πλήρωση των κενούμενων εφημεριακών θέσεων σύμφωνα με το πρόγραμμα προσαρμογής».
Στο βιβλίο «Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος – Έθνος στη σκιά των ταυτοτήτων» του οποίου συγγραφέας είναι ο Αντώνης Μανιτάκης – ναι, ο νυν υπουργός – εκφράζεται η άποψη για τη θέση της Εκκλησίας ως εξής: «Είναι αυτή η θέση και τα προνόμια, που σε συνδυασμό με τη δύναμη που της δίνει η σχέση της με το ισχύον καθεστώς θα της επιτρέψουν, στα επόμενα χρόνια, να λειτουργήσει ενάντια σε κάθε μεταρρυθμιστική ή απλώς καινοτόμα προσπάθεια». (Οι σχέσεις της εκκλησίας με το κράτος-έθνος, Στη σκιά των � �αυτοτήτων. Αντώνης Μανιτάκης, εκδ. Νεφέλη).
Ο αείμνηστος Δημήτρης Θ. Τσάτσος, κορυφαίος συνταγματολόγος, υφυπουργός της Ανώτατης Παιδείας στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και κατόπιν ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, παρουσιάζοντας το βιβλίο του Αντώνη Μανιτάκη στη Διμηνιαία Επιθεώρηση «Το Σύνταγμα» γράφει μεταξύ άλλων: «Η πραγμάτευση αυτού του κρίσιμου ζητήματος οδήγησε τη μνήμη μου στη σχετική συζήτηση που έγινε στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή όπου, ως Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας, είχα π� �οτείνει να πραγματοποιήσουμε το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Είχα τότε παρατηρήσει -συμπυκνώνω τις τότε σκέψεις μου σε δυο λόγια- ότι η \"ορθοδοξία δεν χρειάζεται νομικά δεκανίκια ούτε του Συντάγματος ούτε του κοινού νομοθέτη. Αρκούν οι δικές της δυνάμεις, η πίστη των πιστών\". Διαβάζοντας τον Μανιτάκη, που δεν έχει αναφορά στη σκέψη αυτή της Γενικής Εισήγησης του 1975, αισθάνομαι μια έγκυρη επιβεβαίωση».
Σε πιο κοντινούς μας χρόνους, ο Γιώργος Παπανδρέου ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δήλωνε σε συνέντευξή του («Ελευθεροτυπία», 5/11/08) ότι τίθεται με σαφήνεια υπέρ μιας «συνολικής αναθεώρησης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί πλήρως η ανεξαρτησία τού ενός απέναντι στον άλλο» και δεσμευόταν ότι «θα επανεξεταστούν όλες οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την Εκκλησία».
Ας δούμε, όμως και τη θέση του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου του «φιλοκληρικού». Στην ιστοσελίδα του γράφει για τη μάχη που έδωσε το κόμμα του στο θέμα της αναθεώρησης των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας «Στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που υπέβαλλε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ στις αρχές του 1995 στη Βουλή του 1993 περιλαμβανόταν και το άρθρο 3. Η πρόταση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδας και προσωπικά του τότε Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ενώ αμέσως δηλώθηκε η διαφωνία του κόμματος της Ν.Δ. που κατείχε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με δεδομένη συνεπώς την αδυναμία συγκέντρωσης της αναγκαίας αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών και προκειμένου να μη διαμορφωθεί ένα πολιτικό, αλλά και ιδεολογικό και ερμηνευτικό μέτωπο ανεξέλεγκτο από την τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το ΠΑΣΟΚ απέσυρε την πρόταση του, δήλωσε όμως ταυτόχρονα ότι η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται απολύτως στο άρθρο 13 παρ. 1 Συντ. που ανήκει μάλιστα στον σκλη ρό πυρήνα των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση διατάξεων κατά το άρθρο 110 παρ. 1. Αργότερα, στη Βουλή του 1996, κατατέθηκαν προτάσεις 52 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και ενός της Νέας Δημοκρατίας για την αντικατάσταση του προοιμίου του Συντάγματος («εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος») με την επίκληση του ονόματος του Ελληνικού λαού και την αντικατάσταση του θρησκευτικού τύπου του «όρκου» τόσο του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 33 παρ. 2, όσο και των βουλευτών κατά το άρθρο 59, από «όρκο» με την επίκληση του ονόματος του Ελλ ηνικού λαού. Κατά την ψηφοφορία η πρόταση για αναθεώρηση των άρθρων 33 έλαβε 20 ψήφους και η πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 59, 23 ψήφους».
Το καλύτερο βρίσκεται στη συνέχεια. Όπως γράφει ο Ευάγγελος Βενιζέλος: «Ούτε το άρθρο 3 ούτε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη επιβάλλει η Εκκλησία της Ελλάδας να είναι ν.π.δ.δ. Επίσης ούτε το άρθρο 3 ούτε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη περιέχει ρύθμιση για την μισθοδοσία του κλήρου ή για την εκκλησιαστική περιουσία (πέραν του άρθρου 18 παρ. 8 που δεν αφορά την Εκκλησία της Ελλάδας, αλλά τα πρεσβυγενή πατριαρχεία και την Ιερά Μονή του Σινά και βέβαια πέρα από το άρθρο 105 που αφορά μόνο την περιοχή του Α� �ίου Όρους). Τα ζητήματα συνεπώς αυτά ανήκαν και ανήκουν στην ύλη του κοινού νόμου και όχι του Συντάγματος».
Αν στη συνέχεια, ο κ. Βενιζέλος ανακάλυψε στους ναούς της εκλογικής του περιφέρειας μια δεξαμενή ψήφων ικανή να του εξασφαλίζει την εκλογή του εσαεί, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Όμως η θέση του ως συνταγματολόγου έχει καταγραφεί. Το να βγαίνει τώρα και να λέει ότι το κόμμα του εξασφάλισε τη μισθοδοσία των κληρικών, μπορεί να είναι γεγονός αλλά είναι και μία ακόμη απόδειξη της ιδεολογικής λασπουριάς του κόμματος που ηγείται, όπως και του τριτοκοσμικού πολιτικαντισμού που χαρακτηρίζει την ελληνική πο� �ιτική σκηνή.
ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
Πηγή: http://www.ramnousia.com/
No comments:
Post a Comment